συρτοθηλειά

συρτοθηλειά
η затяжная петля, силок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συρτοθηλειά" в других словарях:

  • θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πεδόβροχος — ὁ, Μ είδος βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεδ τής λ. πέζα (< *πεδja), δωρ. τ. για το πούς (βλ. λ. πούς, πέζα) + βρόχος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»